- πάνδημοι
- πάνδημοςthe whole body ofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πάνδημοι — Πάνδημος the whole body of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьселюдьскыи — (7*) пр. Всенародный: прозвѹтеръ сократъ, ѥлиномъ вселюдьскыи творѩще праздьникъ бѣсомъ. и покланѩющесѩ идоломъ. бл҃гоговѣинъ же сы. ПрЛ XIII, 55а; вселю(д)ска˫а же въскрича(н)˫а. и погнань˫а не на обидѩщи(х). но на злочастны˫а бываю(т).… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek
τέγος — εος και ους, τὸ, ΜΑ πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ. β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.) αρχ. 1. στέγη («τέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.) 2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* (< ΙΕ… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԺՈՂՈՎ — ( ) NBH 2 0264 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 13c ա.մ. ἁγελικός gregalis եւ πανδημοί catervim. Ի մի ժողովեալ. համախմբեալ. համագունդ. միաբան. *Ի մի վայր միաժողով են: Միաժողով եղեն ամենայն ազգք եւ ազինք յոյժ. ՟Ա. Մակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)